- διεκπεραίωση
- η1. ολοκλήρωση ενεργειών.2. καταχώριση και αποστολή εγγράφων: Η δουλειά του είναι η διεκπεραίωση της αλληλογραφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεκπεραίωση — η 1. καταχώριση, συσκευασία και αποστολή εγγράφων 2. εκτέλεση εντολής ή υπηρεσίας 3. το γραφείο όπου γίνεται η διακίνηση εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. διεκπεραίωσις μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά] … Dictionary of Greek
γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… … Dictionary of Greek
αερολιμένας — Βλ. λ. αεροδρόμιο. * * * ο 1. σύνολο τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκμετάλλευση και τη διεκπεραίωση τών εναέριων μεταφορών 2. οργανισμός επιφορτισμένος με τη διαρρύθμιση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη ενός τέτοιου… … Dictionary of Greek
γραμματέας — και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) [γράμμα] δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση τής αλληλογραφίας νεοελλ. φρ. «Γενικός Γραμματέας» αξιωματούχος… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
εμπορεπίτροπος — ο αυτός που αναλαμβάνει με εντολή εμπόρου τη διεκπεραίωση εμπορικής του υποθέσεως, ο επίτροπος εμπόρου … Dictionary of Greek
επιτέλεση — η (Α ἐπιτέλεσις) [επιτελώ] εκτέλεση, περάτωση, διεκπεραίωση, πραγμάτωση αρχ. τελείωση, εκπλήρωση … Dictionary of Greek
κονσιστόριο — (consistorium). Όρος που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε τον τόπο σύγκλησης του αυτοκρατορικού συμβουλίου. Μετά τον 3ο αι. το κ. χαρακτήριζε το ίδιο το συμβούλιο το οποίο εξελίχθηκε σε ανώτατο δικαστικό… … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
κώλυμα — το (AM κώλυμα) [κωλύω] εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση τής υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.) αρχ. άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα»,… … Dictionary of Greek